- πεζοπορῶν
- πεζοπορέωgo on footpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφύρα — η, ΝΜΑ το σφυρί νεοελλ. 1. στρ. εξάρτημα τού πυροδοτικού μηχανισμού στα πυροβόλα όπλα το οποίο ενισχύει την κρουστική ενέργεια τού επικρουστήρα 2. ανατ. ένα από τρία μικρά οστά τού μέσου αφτιού το οποίο ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητά του με το … Dictionary of Greek